μονωστικό

μονωστικό
το
αστροναυτ. άλλη ονομασία για το μονοκαύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. monergol (πρβλ. και μονοκαύσιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”